- εύλινος
- εὔλινος, -ον (Α)(επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτός που κλώθει, που γνέθει καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λίνον «νήμα τής ζωής που κλώθουν οι Μοίρες»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔλινον — εὔλινος spinning well masc/fem acc sg εὔλινος spinning well neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek